Τους είδα τα χαράματα γυρνώντας από ένα ξέφρενο χορό, αυτιστικό, ρυθμικό, ηλεκτρονικό, ασταμάτητο. Ήταν οι ήρωες του Wajdi Mouawad. Διψασμένοι.
Χορεύαμε για ώρες, διψασμένοι, με τα χέρια μας να πάλλονται, με τα κεφάλια μας να χτυπιούνται, να ξεκολλάνε και να γλύφουν τους τοίχους, με τη καρδιά μας να βαράει διψασμένη για ρυθμό, με τα πνευμόνια, τα στομάχια, τα έντερα διψασμένα για κίνηση. Διψασμένοι ρουφούσαμε τα κύματα ήχου, ρουφούσαμε ο ένας τον άλλο, ρουφούσαμε καπνό, ρουφούσαμε εικόνες, διψασμένοι με κλειστά μάτια, διψασμένοι με ανοιχτά μάτια.
Διψασμένοι ρουφούσαμε τη βροχή καθώς φεύγαμε. Ύστερα, κοντά στο ποτάμι ήταν, εμφανίστηκαν και οι τρεις: ο Μερντόκ, ο Μπουν και η Νορβέζ. Διψασμένοι για ζωή, διψασμένοι για ομορφιά μέσα στην ασχήμια.
Μίλησε η Νορβέζ: Ένα τέρας, ένα τέρας μέσα στην κοιλιά μου, έκανε τα δέρμα μου διάφανο, σαν μια λεπτή διάφανη μεμβράνη. Είδα το εσωτερικό του σώματός μου, τα όργανα μου πάλλονταν, το αίμα μου κυλούσε, αυτή η μηχανή που είμαι εγώ. Και στο κέντρο όλων αυτών, είδα, κουρνιασμένο σαν έμβρυο ανάμεσα στα όργανά μου, ένα φριχτό χταπόδι.
Ο Μερντόκ την κοιτούσε με εκείνο το αλλόκοτο βλέμμα του. Είπε: Να αναπνέεις Νορβέζ, να αναπνέεις Νορβέζ, να αναπνέεις…
Ο Μπουν μονολογούσε: Τον είδα να φεύγει. Μέσα σε πέντε λεπτά μου είχε μεταδώσει όλη του την οργή και την αγανάκτηση και την ανάγκη του για εξέγερση. Μου είχε μεταδώσει τη δίψα του, την ακόρεστη δίψα του για το άπειρο, τη δίψα του για νόημα, για ομορφιά, για ζωή, για δημιουργία, για λόγο ύπαρξης. Μια δίψα πολύ μεγάλη.
Απομακρύνθηκαν και οι τρεις. Επιβιβάστηκαν σε ένα λεωφορείο. Ήταν αυτό το γαμημένο λεωφορείο, το ίδιο λεωφορείο που ο Μερντόκ περίμενε κάθε πρωί για να πάει στο σχολείο. Ανέβηκε τελευταίος και γυρίζοντας προς το μέρος μας φώναξε: Φαντάσου, τώρα, όλοι οι οδηγοί των λεωφορείων να λέγανε την ίδια στιγμή, γιατί να σηκωθώ σήμερα το πρωί. Όλη η πόλη θα γινότανε μπουρδέλο.