Ο κυρΤάκης

Ο κυρΤάκης είχε ένα μικρό σπίτι στην Άνω Πόλη. Ίσα-ίσα που χωρούσαν αυτός, η γυναίκα του και ο γιόκας τους. Το σπίτι ήτανε κληρονομιά του πατερά του κυρΤάκη. Χωροφύλακας ο πατέρας του, κυνηγούσε τα ταραχοποιά στοιχεία. Ο κυρΤάκης δούλευε στη βιομηχανική περιοχή έξω από την πόλη, σε κονσερβοποιία. Γύριζε κουρασμένος σπίτι και έβριζε τον ανεπρόκοπο τον γιο του που δεν έβρισκε μια δουλειά για να τον αλαφρύνει κάπως. Η γυναίκα του οικιακά, τις ελεύθερες ώρες έπλεκε σεμεδάκια και έβλεπε τηλεόραση. Γέμιζε το σπίτι με σεμεδακια και κεντήματα μέχρι και για τα καλοριφέρ είχε φτιάξει σεμέδες.

Μια νύχτα σαν όλες τις άλλες, ο κυρΤάκης έπεσε να κοιμηθεί γυρνώντας την πλάτη στην γυναίκα του. Μα ύπνος δεν του κόλλαγε του κυρΤάκη από ’δω τα φέρνε από ’κει τα πήγαινε έπρεπε να πάρει δάνειο έλεγε μέσα του. Δεν γινόταν έτσι. Χρειαζόταν ένα καινούριο αυτοκίνητο, ένα καινούριο σπίτι. Αυτό το παλιόσπιτο ερείπωσε, του ’λεγε και του ξανάλεγε η γυναίκα του. Θα βρω και ’γω καμιά δουλειά θα τα βγάλουμε πέρα.

Πάνω στη φούρια του και μεταξύ ξύπνιου και ύπνου άκουσε στην αρχή σαν ψίθυρο και μετά σαν μουρμουρητό, μια μπάσα φωνή να τον καλεί. Τάκηηηηηη, Τάκηηηηηη, Τάκηηηηηη, Τάκηηηηηη. Σηκώθηκε παρά το φόβο του. Κοίταξε προς της γυναίκα του που ανέπνεε βαριά βυθισμένη σε όνειρο. Έβαλε τις παντόφλες και κατευθύνθηκε στο μπαλκόνι. Η φωνή σαν μαγνήτης τον έσερνε προς τα εκεί.

Αυτό που είδε ο κυρΤάκης δεν μπορούσε να το πιστέψει, έτρεμε ολόκληρος. Ένα γαλαζωπό, δυνατό φως αιωρούταν μερικά μέτρα πάνω από το μπαλκόνι, στο κενό. Μέσα στο φως σχηματιζόταν ένα πρόσωπο. Πρόσωπο σαν κι αυτά που βλέπεις στις αγιογραφίες. Οστεώδες με βαθιά μάτια και μούσι. Άκου Τάκη, του ’πε ο άγιος. Στο οικόπεδο υπάρχει χρυσαφί. Κι ύστερα το φως χάθηκε, όπως η εικόνα στην τηλεόραση.

Ο κυρΤάκης είχε αναστατωθεί εντελώς. Συνέχεια στο μυαλό του στριφογυρνούσε το περιστατικό εκείνης της βραδιάς, η φράση του άγιου: Στο οικόπεδο υπάρχει χρυσαφί. Η γυναίκα του είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Συνεχεία ρωτούσε: Τι έχεις βρε Τάκη μου; Τι είναι βρε Τάκη μου; Γιατί χολοσκάς Τάκη μου; Τίποτα, έλεγε ο κυρΤάκης και καθόταν σκεφτικός στην κουζίνα πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ που κρύωνε και ένα σταχτοδοχείου πνιγμένο στα τσιγάρα και την σταχτή. Όμως, τα πράγματα ήταν σοβαρά. Ούτε με τον γιο του βριζόταν πια.

Ώσπου δεν άντεξε και μίλησε στη γυναίκα του. Το και το της είπε. Αυτή έμεινε να τον κοιτάζει σα χαμένη. Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές. Έφτυσε στον κόρφο της άλλες τρεις. Πήγε κάτω από το εικονοστάσι που είχε στην κουζίνα, τον Άγιο Φανούριο, και προσκύνησε.

Ο άι Φανούρης Τάκη μου, ο άι Φανουρης ήταν. Και στην κόρη της Φωτούλας είχε εμφανιστεί και βγήκε η προφητεία. Πέθανε η γριά και κληρονόμησε την περιουσία της. Είπε η γυναίκα του Τάκη που τη λέγανε Θεοδοσία.

Με την συμπαράσταση της Θεοδοσίας, ο Τάκης έβγαλε τις οικονομίες που ’χε στην άκρη για την κακία την ώρα και άρχισε να γκρεμίζει το σπίτι. Ο γιος τους δεν καταλάβαινε Χριστό. Τον έστειλαν να μείνει με μια θειά του και ο κυρΤάκης με την γυναίκα του μείνανε σε ένα φθηνό ξενοδοχείο στην Αντιγονιδών.

Στην αρχή κάτι λίγοι συγγενείς που έμαθαν για τα γκρεμίσματα προσπάθησαν να τους συνετίσουν αλλά αυτοί ήταν ανένδοτοι. Βαρέθηκαν και οι συγγενείς να ασχολούνται με τους τρελούς και τους παράτησαν. Άλλωστε είχαν κι αυτοί τόσες δουλείες και ζόρια, με τις τρελές του κυρΤάκη και της Θεοδοσίας θα ασχολούνταν;

Πήρε μια καλοκαιρινή άδεια ο κυρΤάκης και άρχισε τη δουλειά. Βρήκε και δύο Αλβανούς εργάτες -αν και δεν γούσταρε τη φάρα τους ο κυρΤάκης, ήταν φτηνότεροι- και γκρέμιζαν το σπίτι όλοι μαζί. Και δώσ’ του κομπρεσέρ και ΓΚΡΡΡΡΡΡΡ! και ΓΚΡΡΡΡΡΡΡΡ! και ΓΚΡΡΡΡΡΡΡ! και ΓΚΡΡΡΡΡΡΡ! κάθε μέρα οκτώ ώρες ο κυρΤάκης και οι εργάτες διέλυαν το σπίτι και πετούσαν μπάζα.

Στο γειτονικό οίκημα έμεναν δυο φίλοι. Ξυπνούσαν με τα κομπρεσέρ και κατεβάζανε χριστοπαναγίες και γαμωστραυρίδια. Ο ένας υπέστη ισχυρό νευρικό κλονισμό. Άρχισε να γρυλίζει και να κάνει σπαστικές κινήσεις. Ο φίλος του τον πήγε σε ένα ήσυχο μέρος μίση ώρα έξω από την πόλη. Για να ηρεμήσει του είπανε και πως θα κάτσει εκεί λίγο καιρό, μέχρι να τελειώσουν τα νταβαντούρια. Ήταν ένα άσυλο που φιλοξενούσε κυρίως ηλικιωμένους με προβλήματα άνοιας.

Ο κυρΤάκης και οι εργάτες συνέχιζαν το γκρέμισμα. Μόλις κατεδαφίστηκε το σπίτι, συνέχισε να σκάβει, να σκάβει, να σκάβει… Οι εργάτες παραξενεύτηκαν αλλά δεν είπανε τίποτα στην αρχή. Όταν όμως τους ζήτησε να μένουν περισσότερο και να σπανέ την πέτρα με τσάπες για να μην κάνουν πολύ θόρυβο λόγω κοινής ησυχίας, οι εργάτες ζήτησαν κι αλλά λεφτά, ο κυρΤάκης ξεστόμισε σιγά μη σαν κλείσω και σουίτα στο Φιλίππειον βρωμαλβανοί, κι έτσι έφυγαν. Στον τσακ τα γλίτωσε τα μαπίδια, που εδώ που τα λέμε του άξιζαν.

Όλο αυτό τον καιρό, η Θεοδοσία τον συνέτρεχε, έφερνε νερό, τυρόπιτες, καφέδες, φαγητά και σπιτικά γλυκά που αγόραζε από μαγαζιά με σπιτικά γλυκά. Προσεύχονταν τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα και έβλεπε τηλεόραση στο δωμάτιο του ξενοδοχείου για ξεκούραση.

Οι μέρες περνούσαν μα χρυσαφί δεν έβρισκε ο κυρΤάκης. Άρχισε να χάνει την πίστη του. Να μουρμουρίζει κάτι για το ξεσταύρι του και την παναγίτσα του. Ώσπου ένα πρωί, εκεί που δούλευε εμφανίστηκε μια λευκή, σκληρή, κυρτή επιφάνεια. Έσκαψε λίγο ακόμα προσεκτικά κι ύστερα έπεσε στα τέσσερα και έδιωχνε το χώμα με τα χέρια. Ήταν ένα κρανίο. Ένα ανθρώπινο κρανίο. Τα ’χασε ο κυρΤάκης αλλά δεν σταμάτησε μέχρι που το κρανίο αποκαλύφθηκε ολόκληρο.

Το πιάσε στην παλάμη του και το κράτησε απέναντι από το πρόσωπό του, όπως στη χαρακτηριστική σκηνή του Άμλετ. Πάνω στο λευκό κρανίο έλαμπε μια χρυσή οδοντοστοιχία.