ΝΟΥΑΡ: έγκλημα, χρήμα, εξουσία – μια συζήτηση για τη λογοτεχνία του «αρνητικού», ήταν ο τίτλος της εκδήλωσης που έγινε στην Φάμπρικα Υφανέτ τον Δεκέμβριο του 2015. Παρουσίασα το παρακάτω κείμενο σχετικά με το νουάρ μυθιστόρημα και μια σύντομη αναφορά στα βιβλία MON€Y και SOAP OPERA. Για την συγγραφή του κειμένου πολύτιμη ήταν η συμβολή της Σω και του Ιάσονα.
***
To νουάρ είναι δύσκολο να οριστεί όμως, το προσδιορίζουν οι συνθήκες γέννησης του: ΗΠΑ, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με κεντρικό στοιχείο στα πολιτικά πράγματα τον αντικομμουνισμό [1]. Το νουάρ είναι μια τάση στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία που διακρίνεται από ορισμένα αισθητικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με τις συνθήκες ζωής, τον ψυχισμό και την κοσμοθεωρία των ανθρώπων οι οποίοι παρήγαγαν αυτή την τάση αλλά και των επιγόνων τους. Βέβαια, δεν είναι απόλυτα ενιαίο είδος καθώς τα χαρακτηριστικά του μεταβάλλονται μέσα στην ιστορία. Ωστόσο, υπάρχει ένα νήμα που ενώνει τα έργα αυτής της τάσης [2].
Το «νουάρ» σημαίνει «μαύρο» και το «μαύρο» παραπέμπει σε έναν σκοτεινό κόσμο, στις διεργασίες και τις σχέσεις του κοινωνικού παρασκηνίου. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτός ο σκοτεινός κόσμος βρίσκεται στο κοινωνικό περιθώριο. Αντίθετα διαπλέκεται διαρκώς και είναι αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου της νομιμότητας. Διαπλέκεται με τους επίσημους και θεμελιώδεις θεσμούς του καπιταλισμού: πολιτικά κόμματα, κυβερνήσεις, αστυνομία, δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα, στρατός, τράπεζες, μίντια, επιχειρήσεις. Διαπλέκεται επίσης με θεμελιώδεις κοινωνικούς θεσμούς όπως οι οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις. Ας θυμηθούμε το διάσημο κινηματογραφικό Νονό του Κόπολα, ο οποίος ήταν εμπνευσμένος από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ιταλού Μάριο Πούτσο, γραμμένο το 1969. Αυτό που κάνει το νουάρ είναι να τραβάει την κουρτίνα αποκαλύπτοντας αυτόν το σκοτεινό κόσμο, να τον ξεμπροστιάζει και ίσως να τον υπονομεύει. Να δείχνει τη βία στην οποία στηρίζεται ο κόσμος του χρήματος. Να δείχνει τις αιτιακές σχέσεις του νόμου και της τάξης με το κοινωνικό ή πολιτικό έγκλημα. Να δείχνει την κοινωνική αναφορά του εγκλήματος.
Το Ρομάντζο της πεντάρας, ένα μυθιστόρημα του Μπέρτολ Μπρεχτ γραμμένο το 1959, αν και δεν είναι αντιπροσωπευτικό του είδους παρουσιάζει πολλά από τα δομικά στοιχεία του νουάρ. Η ιστορία του διαδραματίζεται στο βικτωριανό Λονδίνο, με φόντο τον Πόλεμο των Μπόερς στο τέλος του 19ου αιώνα. Στο μυθιστόρημα δεν υπάρχει σαφής διάκριση «καλών» και «κακών», τα πρόσωπα αντλούνται από το σύνολο της ταξικής διαστρωμάτωσης: από τον άνεργο ανάπηρο πολέμου Φιουκόμπυ που μετατρέπεται σε επαγγελματία ζητιάνο, τους όχι και τόσο νομοταγής επιχειρηματίες Πήτσαμ και Μακχήθ, τους εκκολαπτόμενους μικροαστούς, τους φοβικούς τραπεζίτες και τους αδίστακτους κερδοσκόπους και βέβαια τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, τις λυκοφιλίες και τα πάθη τους. Ο Μπρεχτ γράφει για την καπιταλιστική κοινωνία. Και μιλάει κριτικά, όχι σαν ηθικολόγος, αλλά σαν κομμουνιστής, διαπιστώνοντας ότι σε μια μονίμως ρευστή ισορροπία ανταγωνισμών και πολλαπλών συμφερόντων, η απανθρωπιά και το έγκλημα είναι ένα από τα μέσα που διαθέτει το κεφάλαιο για να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη θέση του (από την έκδοση). Και αν από τον Μπρεχτ κάνουμε ένα άλμα μέχρι τον Τζέιμς Έλροϊ, τότε αυτή η διαπίστωση επεκτείνεται συνολικά στην πολιτική και οικονομική εξουσία. Μπορεί ο Έλροϊ να μην έχει μαρξιστική οπτική όπως ο Μπρεχτ, αλλά η εναλλακτική παρουσίαση της αμερικάνικης ιστορίας των δεκαετιών του 1950-1960-1970, δεν αφήνει αμφιβολία πως το έγκλημα, οι δουλειές και η εξουσία είναι συνυφασμένες. Το ίδιο το έγκλημα είναι άλλωστε μια μορφή μπίζνες. Το «μαύρο» κεφάλαιο που ξεχύνεται για να ξεπλυθεί σε πολυτελή ξενοδοχεία, καζίνο, γήπεδα ή φιλανθρωπίες. Φανταστικά πρόσωπα, πολιτικοί, μπάτσοι, πράκτορες, δικηγόροι, μαφιόζοι, επιχειρηματίες, μισθοφόροι, μέλη της ΚΚΚ, βαποράκια, δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, παρουσιάζονται στις σελίδες των μυθιστορημάτων του Έλροϊ παρέα με ιστορικά πρόσωπα: Οι Κένεντι, ο Νίξον, ο Χούβερ, ο Χιούζ, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ ή οι υπαρκτοί βαρόνοι του εγκλήματος. Οι ήρωες είναι κατά βάση αρνητικοί, αλλοτριωμένοι: εγωιστές, ψυχοπαθείς, εξουσιομανείς. Στο νουάρ ο σκοτεινός κόσμος στον οποίο ζουν οι ήρωες αντανακλάται στον ψυχισμό τους παράγοντας συναισθήματα και καταστάσεις αρνητικές. Έτσι, η απώλεια της αγάπης ή του έρωτα μετασχηματίζονται σε κινητήρια δύναμη για τις πιο «σκοτεινές» πράξεις, όπως η εκδίκηση.
Τα παραδείγματα των Μπρεχτ και Έλροϊ υποδεικνύουν δύο μορφές του νουάρ μυθιστορήματος: εκείνου το οποίο είναι γραμμένο από μια συγκεκριμένη πολιτική θέση/οπτική και του μυθιστορήματος το οποίο αφηγείται μια άλλη, διαφορετική από την κυρίαρχη, πολιτική ιστορία ενός τόπου. Για παράδειγμα, ένας άλλος εκπρόσωπος του είδους, ο γάλλος Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, δηλώνει ρητά: “η ματιά μου στον κόσμο” είναι αναρχο-μαρξιστική, για να το πω σχηματικά. Μάλιστα, στο μυθιστόρημα Νάδα, περιγράφει την αποτυχία και τα αδιέξοδα των μελών μιας ένοπλης ακροαριστερής οργάνωσης που αναλαμβάνει να απαγάγει έναν Αμερικανό πρέσβη. Η ιστορία διαδραματίζεται στην μετά-1968 εποχή. Αντίστοιχα, ο μεξικάνος Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ χρησιμοποιεί ιστορικά πρόσωπα, γεγονότα και δεδομένα για να κατασκευάσει θαυμάσια μυθιστορήματα με όψεις πολιτικού θρίλερ και γερές δόσεις χιούμορ, όπως στο μυθιστόρημα Με τέσσερα χέρια. Ή στη σειρά βιβλίων με ήρωα τον μονόφθαλμο ιδιωτικό ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάιν, ο οποίος διακατέχεται από αναρχικές ιδέες, η πολιτική κατάσταση του σύγχρονου Μεξικό συνδέεται με τις επικίνδυνες περιπέτειες του ντενέκτιβ και ορισμένων φίλων του. Το δίκιο των «από τα κάτω» είναι διαρκώς παρών στην, όχι πάντα επιτυχημένη, μάχη ενάντια στην εξουσία των ιδιωτικών συμφερόντων και το διεφθαρμένο κράτος [3].
Σε άλλες περιπτώσεις, η πολιτική ιστορία συνυφαίνεται αξεδιάλυτα με την εξέλιξη της πλοκής. Αυτό συμβαίνει στο βιβλίο Το Μαύρο Αλγέρι του Γάλλου συγγραφέα Μορίς Ατιά, ή στο μυθιστόρημα Ζ του Βασίλη Βασιλικού, στα οποία η ιστορία του πολέμου της Αλγερίας ή η δολοφονία του Βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη αντίστοιχα, είναι καθοριστικές για την μυθοπλασία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μυθοπλασία δεν είναι παρά ένας τρόπος αφήγησης της πολιτικής ιστορίας, μιας αφήγησης αρνητικής/εναλλακτικής ως προς την κυρίαρχη αφήγηση.
Ακόμη παραπέρα, στη νουάρ λογοτεχνία εμφανίζονται μια σειρά ζητημάτων που δεν συναντώνται σε όλη την έκταση της αστυνομικής λογοτεχνίας [4]. Έτσι, ο Αμερικάνος Τσέστερ Χάιμς στα νουάρ βιβλία του παρουσιάζει ένα πανόραμα των μαύρων της Aμερικής των δεκαετιών του 1960-1970, μέσα από μια κριτική και σατιρική ματιά, θίγοντας τα ζητήματα του ρατσισμού, της θρησκευτικής πίστης ως όχημα εξαπάτησης των φτωχών, των στερεοτύπων της κουλτούρας, του περιθωρίου, της παραβατικότητας ως αναγκαστικού για κάποιους τρόπου ζωής. Πάλι στην γενέτειρα του νουάρ, στις ΗΠΑ, συναντάμε τον Ντάσιελ Χάμετ. Ο Χάμετ τοποθετεί στο κέντρο των ιστοριών του τη διαφθορά των κρατικών μηχανισμών, την αδίστακτη λαιμαργία των εταιριών όπως στο βιβλίο Ο Κόκκινος θερισμός ή τα αφεντικά του υποκόσμου όπως στο Γυάλινο κλειδί.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο της νουάρ λογοτεχνίας είναι το αστικό τοπίο, οι πραγματικές πόλεις. Ο Ιζζό γράφει για την Μασαλία, ο Ατιά για το Αλγέρι, ο Έλροϊ για το Λος Άντζελες, ο Τάιμπο για το Μεξικό… Σε κάθε περίπτωση, η πόλη και οι άνθρωποί της είναι συνήθως οργανικό κομμάτι της μυθοπλασίας. Επιπλέον, η μουσική είναι ένα από τα στοιχεία της αφήγησης στο νουάρ. Ειδικά η τζαζ, μουσική μίξεων και διασταυρώσεων, στενά δεμένη με την ιστορία των μαύρων πληθυσμών στης Αμερικής, φτιαγμένη από τους «κοινωνικά κατώτερους» και αποκλεισμένη από την μουσική βιομηχανία για αρκετές δεκαετίες.
Ένα ακόμα λίγο-πολύ κοινό χαρακτηριστικό στη νουάρ λογοτεχνία είναι η πολιτική καταγωγή των συγγραφέων. Στοιχείο το οποίο κατά τη γνώμη μου συμβάλλει σημαντικά στον έντονα κοινωνικό χαρακτήρα του νουάρ. Έτσι, ο Χάμετ υπήρξε μέλος του ΚΚ Αμερικής, όπως και πολλοί άλλοι σεναριογράφοι και συγγραφείς του Χόλυγουντ της δεκαετίας του 1950, ο οποίος διώχθηκε και φυλακίστηκε για την πολιτική του δράση. Ο Μανσέτ ήταν «παιδί» του κινήματος του 1968, ο Τάιμπο συνδικαλιστής. Πολλοί από τους συγγραφείς που έχουν καταπιαστεί με τον νουάρ προέρχονται από τον αναρχικό χώρο και από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, κυρίως Ιταλοί, Γάλλοι και Λατινοαμερικάνοι. Μολονότι τα μυθιστορήματα τους δεν αποτυπώνουν ευθέως την πολιτική εμπειρία των συγγραφέων τους, το πολιτικό και το κοινωνικό στοιχείο είναι παρόντα. Μάλιστα, δυο Γερμανοί πανεπιστημιακοί σημειώνουν για το γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα ότι πρόκειται για την «προλεταριακή εκδοχή της κριτικής θεωρίας» [5]. Ίσως η άποψη αυτή να ακούγεται υπερβολική αλλά περιέχει στοιχεία που ανταποκρίνονται στο περιεχόμενο του νουάρ. Ωστόσο, νομίζω ότι είναι αποτυχία ένα μυθιστόρημα να λειτουργεί μόνο προπαγανδιστικά ή διδακτικά, ή ο αποκλειστικός σκοπός του να είναι να «πείσει για μια πολιτική θέση» ή να «μεταδώσει ιδέες». Το μυθιστόρημα δεν είναι ούτε πολιτικό πρόγραμμα, ούτε προκήρυξη.
Άλλωστε, δεν είναι μόνο η κριτική του καπιταλιστικού κόσμου αλλά και η ήττα των κινημάτων, η αποτυχία των πολιτικών σχέσεων που ωθεί ορισμένους ανθρώπους να στραφούν στο νουάρ. Η υποχώρηση, η καταστολή, η ενσωμάτωση και η ήττα του κινήματος, η αποσύνθεση και γκετοποίηση των πολιτικών σχέσεων στον αναρχικό χώρο και στην άκρα αριστερά, πιστεύω πως συνέβαλλε στην αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης, μιας αρνητικής πολιτιστικής πολιτικής στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο και στη μουσική. Δηλαδή, μορφών έκφρασης περισσότερο αμφιθυμικών ή υποκειμενικών από ότι μια πολιτική ανάλυση ή μια ιστορική μελέτη.
Η άποψη αυτή είναι φορτισμένη από την διαδικασία συγγραφής των δύο βιβλίων μου (MON€Y και SOAP OPERA). Οι περίοδοι που γράφτηκαν τα δύο βιβλία ήταν περίοδοι «μαυρίλας» -προσωπικής και κοινωνικής- ανεργίας, πολιτικής ματαίωσης και απόσυρσης από πολιτικές ομάδες. Ομολογώ ότι το γράψιμο ήταν μια διέξοδος από την καθημερινότητα των περιόδων αυτών και εν μέρει προσπάθεια να αντιμετωπίσω τα ζόρια μου. Μια προσπάθεια μετασχηματισμού της «μαυρίλας» σε κάτι δημιουργικό. Από την άλλη, χωρίς τη συμμετοχή του φιλικού και οικογενειακού περιβάλλοντος δεν θα μπορούσα ούτε να γράψω, ούτε να εκδώσω αυτά τα βιβλία, δεδομένου ότι και τα δύο βγήκανε με την οικονομική και συναισθηματική στήριξη φίλων και με τη βοήθειά τους στη συγγραφή -μέσω κριτικών παρατηρήσεων και επιμέλειας- αλλά και τη σελιδοποίηση, την έκδοση και τη διανομή.
Τα δύο βιβλία κινούνται σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο του νουάρ, καθώς διαθέτουν αστυνομική πλοκή, χαρακτήρες κυρίως αρνητικούς, έντονο το στοιχείο της κοινωνικής κριτικής και της σάτιρας. Η κριτική στους κυριάρχους θεσμούς, στο κυνήγι του χρήματος και στη ματαιοδοξία, στις σχέσεις των κοινωνικών φύλων ή στις μορφές της θρησκείας είναι παρούσα στις σελίδες. Στα δύο βιβλία ενσωματώνονται στοιχεία από την σύγχρονη πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας σε κρίση. Το πρώτο διαδραματίζεται στην Θεσσαλονίκη γύρω στο 2009 και το δεύτερο στην Αθήνα το 2012.
Ελπίζω όλα τα παραπάνω να κίνησαν το ενδιαφέρον σε αυτούς και αυτές που δεν έχουν ασχοληθεί με το νουάρ και να εμπλούτισαν τη σκέψη εκείνων που το αγαπάνε ήδη.
[1] Bryan D. Palmer, Νουάρ: η πολιτιστική πολιτική του σκότους, στο Κουλτούρες της Νύχτας, εκδ. Σαββάλας.
[2] Εδώ οι αναφορές αντλούνται κυρίως από τη νουάρ λογοτεχνία.
[3] Στην ίδια κατηγορία θα κατέτασσα την Τριλογία της Μασσαλίας του επίσης Γάλλου Ζαν-Κλοντ Ιζζό με ήρωα έναν ευαίσθητο μπάτσο, απόγονο μεταναστών, λάτρη της τζαζ και της γαστριμαργίας. Ο ήρωας των μυθιστορημάτων, Φαμπιό Μοντάλ, ακολουθεί μια καθοδική τροχιά που τον οδηγεί στην άρνηση του ίδιου του ρόλου του για χάρη της φιλίας και της συντροφικότητας.
[4] Νομίζω ότι πλέον συνολικά η αστυνομική λογοτεχνία γίνεται όλο και πιο «νουάρ». Παρότι οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι πάντα στην πλευρά του «νόμου και της τάξης» (συνήθως αστυνομικοί επιθεωρητές όπως ο Τζον Ρέμπους του Σκωτσέζου Ίαν Ράκνιν ή ο Χάρι Χόλε του Νορβηγού Τζο Νέσμπο), είναι αναγκασμένοι να αναμετρηθούν με την κοινωνική καταγωγή του «Κακού» και με την σχετική φύση του Νόμου.
[5] Κατερίνα Σχινά, Αριστεροί αμφισβητίες και αστυνομική λογοτεχνία, https://eglima.wordpress.com/2008/01/22/aristeri/