Η ατυχία είναι ότι τα βιβλία του Νίκου Χουλιαρά τα έχω όλα στην Θεσσαλονίκη, πράγματα που διάβασα μεταξύ 1996 και 2000. Δεν έχω διαβάσει τα άπαντα αλλά αρκετά. Ο Χουλιαράς έχει εκτενές ζωγραφικό έργο όπως και μουσικό. Έγραψε διήγημα, μυθιστόρημα, νουβέλα και ποίηση. Ξεχωρίζω τις τρεις συλλογές διηγημάτων «Το Μπακακόκ», «Το άλλο μισό» και «Η μέσα βροχή», οι οποίες ήταν ένας συνδυασμός πεζών και εικόνων του ίδιου του συγγραφέα. Τα σχέδια του Χουλιαρά, με την εμμονή στις μακριές μαύρες σκιές, στις παραμορφωμένες φιγούρες, στις παγωμένες κινήσεις, στα ανθρωπόμορφα ζώα και στα φεγγάρια-νύχια, η «γραμμή» και οι χρωματισμοί του, τολμώ να πω ότι έχουν περισσότερο κάτι από κόμιξ παρά από ζωγραφική, στοιχείο που με κέρδισε αμέσως. Οι ίδιες οι ιστορίες του είναι γεμάτες από αυτές τις μορφές που ακροβατούν στο σύνορο φαντασίας και πραγματικότητας, τα τραγικά γελοία πρόσωπα, τις ατμόσφαιρες ονείρου και τις μαύρες, μακριές σκιές που σέρνουν πίσω τους οι ανθρώπινες σχέσεις. Αρκετές ιστορίες τις διάβαζα κατ’ επανάληψη. Μου άρεσε η αίσθηση παραμυθιού ή παραμορφωμένης πραγματικότητας και απολάμβανα την ονοματολογία και τη γλώσσα, στοιχεία που κάνουν τον Χουλιαρά sui generis. Χρησιμοποιεί το γιαννιώτικο ιδίωμα για το οποίο ο Ηλίας Πετρόπουλος (άλλος θεούλης κι αυτός) στο «Άγιο Χασισάκι» γράφει: «Ο Νίκος Χουλιάρας είναι σπουδαίος λογοτέχνης […] Πριν οχτώ χρόνια του εζήτησα κάποιες γλωσσολογικές πληροφορίες. Ο Χουλιάρας μου έγραψε (στις 29-7-1981) ένα μεγάλο γράμμα με πολύτιμα στοιχεία […]Ο Χουλιάρας μου έστειλε τις παρακάτω λέξεις της τοπικής ελληνικής αργκό, όπως την άκουγε στα Γιάννενα πριν τριάντα χρόνια, και, που την θεωρεί κράμα από εβραϊκά, σλαβικά, τούρκικα, ελληνικά, γαλλικά…» και ακολουθεί η λίστα με τις λέξεις. Έτσι: «μπακακόκ» είναι το κολλητήρι, «κιόρ» ο μύωψ, «τάχας» ο κώλος και άλλα τέτοια ωραία.
Στις 21 Ιουλίου του 2015, ο Νίκος Χουλιαράς είπε «Θα βαγέρω», μας άφησε και γύρισε «Πίσω, στο σκοτάδι».